- παραξύω
- Α [ξύω]1. ξύνω πλαγίως ή επιφανειακά2. μτφ. ψαύω κάτι, εγγίζω, ακουμπώ επιφανειακά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
παράξυσμα — τὸ, Α [παραξύω] επιφανειακό ξύσμα, επιπόλαιο γδάρσιμο, αμυχή … Dictionary of Greek
παράξυστον — τὸ, Α [παραξύω] εργαλείο οικοδόμων με το οποίο έξυναν και έσιαζαν τα τούβλα μεταξύ τους … Dictionary of Greek